top of page

Ο καθρέπτης

              

H καλλιτεχνική δημιουργία του Γιάννη Σταμενίτη είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με ένα εσωτερικό ταξίδι αυτοσυνειδησίας. Με ευρηματική, ειρωνική και παιγνιώδη διάθεση, ισορροπεί μεταξύ σάτιρας, φάρσας και αλληγορίας μετατρέποντας τα πορτρέτα του σε αφορισμούς. Το πινέλο του στηλιτεύει εύσχημα την ανθρώπινη τραγωδία τόσο στην ανθρωπολογική της διάσταση όσο και στη ψυχική, τη συναισθηματική, την κοινωνική και τελικά την πολιτική.

Με το διεισδυτικό του βλέμμα θέτει ερωτήματα γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη και την οικουμενική της διάσταση. Η σύλληψη, η κατανόηση, η ερμηνεία, η διαμαρτυρία και η καταγγελία της εφιαλτικής πραγματικότητας αποτελούν τις εκκινήσεις του για την προσωπική αριστοτεχνική δηκτική του παραμόρφωση. Αδράχνει, συλλαμβάνει και εγκλείει σε μια αναπαράσταση, συσσωματώσεις ρεαλιστικών και αντιρεαλιστικών στοιχείων και καταφέρνει μία μορφολογική μετατόπιση μέσα από την επαναπραγμάτευσή της.

Εμπλέκοντας το κωμικό με το τραγικό και το ενοχλητικό, φωτίζει μοναδικά όψεις της πολύπλευρης διαχρονικής ταυτότητας του ανθρώπου σήμερα. Αποδίδει τις πτυχές των μορφών ως καρικατούρες ανθρωποειδών, παραμορφωμένες, συχνά σχεδόν τερατόμορφες άλλοτε αφαιρετικά, χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες, κι άλλοτε εξπρεσιονιστικά μέσα από μία ηθελημένη σύγχυση της φαντασίας με την πραγματικότητα. Εστιάζει στα εσωτερικά χαρακτηριστικά των μορφών και απομακρύνεται από τα εξωτερικά, προχωρώντας στην ανασυγκρότηση του προσώπου.

Τα ιδιόμορφα πορτρέτα του, παραπεμπτικά πρότυπα της διαταραχής του σύγχρονου αποξενωμένου, αλλότριου και αλλοτριωμένου ανθρώπου, ακινητοποιημένα, απομονωμένα, ξεπεσμένα, παγιδευμένα, καθηλωμένα μοντέλα μιας εικονικής πραγματικότητας, αποτελούν καθρεπτικές ερμηνείες του σύγχρονου ψυχισμού και φέρουν στις ανησυχητικές, παράδοξες, ραγισμένες τους ανοίκειες μορφές, αποτυπώσεις βιωμάτων του σημερινού κόσμου. Συμπυκνώνουν την απελπισία μιας κοινωνίας και το αίσθημα εξουθένωσης, νεύρωσης, δυσαρμονίας, διάρρηξης, προδοσίας, ματαιότητας, υποκρισίας, απόγνωσης, απελπισίας, αγωνίας, φόβου, άγχους, θλίψης και ματαίωσης, ασυνείδητα και επώδυνα περιεχόμενα, τραυματικής κατάστασης.

Μορφές γαντζωμένες μονοσήμαντα σε αποστεωμένα νοήματα και ακρωτηριασμένα συναισθήματα, πλασμένα από τις πιο βαθιές υπαρξιακές, χαοτικές συγκρούσεις μας, αναδεικνύουν τον πιο κρυφό μας εαυτό, τον εαυτό αυτό που ούτε οι ίδιοι δεν τολμάμε να παραδεχτούμε. Με το πέρασμα από τις βιτρίνες οι αντικατοπτρισμοί του θεατή/περαστικού, επανεγγράφονται στο έργο το οποίο μετασχηματίζεται.

Τα έργα του, αποτελούν προτροπή να κοιτάξουμε μέσα μας, χωρίς φόβο, να βυθιστούμε στις ασυνείδητες απρόσιτες κρύπτες του ψυχισμού μας, στον σκοτεινό καθρέφτη μας, να αντικρύσουμε την εσωτερική μας εικόνα και να αντέξουμε την αλήθεια της, την απειλή της κατάρρευσης. Λόγος και σχέδια, διανοίγουν μια χαραμάδα στο φως, στη χαρά της ζωής και της συνύπαρξης στη σύγχρονη δυστοπική πραγματικότητα.

Ο καλλιτέχνης ως  θεωρός, με τους διαρκείς ζωντανούς καθρέπτες του, εισέρχεται μέσω της όρασης αυτής, στο ανεξάντλητο βάθος του ορατού, ενισχύοντας μία κρυφή ορατότητα. Η ζωγραφική του καθιστά ορατή αυτήν την κρυφή, σιωπηρή ορατότητα και μ αυτή αποπειράται να καταδείξει αβέβαιες τις βεβαιότητες του υποκειμένου, ώστε να ταλανιστούν και ίσως να  εξαντληθούν κάποια φαντασιακά του καθρεφτίσματα.

 

Μαρία Βασιλική Κενανίδου

Ιστορικός/κριτικός Τέχνης

Επιμελήτρια

Η αυτοπροσωπογραφία ενός περαστικού

Φωτογραφίες επίσημων εγγράφων, φωτογραφίες μιας ζωής μέσα από την κοινωνική / κρατική της εκδοχή, όλες στο ίδιο μοτίβο, με τον ίδιο άνθρωπο, που όμως σε καμία δεν είναι ίδιος με την προηγούμενη.  
Ο Γιάννης Σταμενίτης χρησιμοποιεί συνειδητά και σταθερά διάφορα αυτοβιογραφικά στοιχεία στη δουλειά του, στήνοντας εδώ και χρόνια ατομικές μυθολογίες (μεταφράζοντας τον όρο "individual mythologies", που χρησιμοποίησε ο Harald Szeemann στην Documenta 5) και επιχειρεί να τις μοιραστεί με τον κόσμο. 
Στην τελευταία σειρά έργων του αναδιοργανώνει το παρελθόν του μέσα από την αυτοεικόνα του, επεξεργάζεται και «αλλοιώνει» ψηφιακά φωτογραφίες του, για να συντάξει μια σειρά προσωπογραφιών που καταδεικνύουν μια πάγια αλήθεια: ότι κανείς δεν είναι μόνον ένα πράγμα, ένα μονήρες απλουστευμένο σύστημα• κανείς δεν έχει μια μονοκόμματη και δεδομένη ταυτότητα, αλλά είναι αποκύημα διαφορετικών εκδοχών και όψεων της ζωής, πολλών μαζί και συχνά αντικρουόμενων χαρακτήρων. Κάθε πρόσωπο / άτομο είναι μια περίπλοκη διαδικασία συνεχούς εξέλιξης αλλά και ασυνέχειας, ένα σύνολο εναλλαγών και / ή σύζευξης εμπειριών και χαρακτηριστικών.
Από παιδί μέχρι και σήμερα, παρών στο κράτος με τους ρόλους που αυτό αποδίδει (ή και επιβάλλει): μαθητής, στρατιώτης, εργαζόμενος, ψηφοφόρος, ασφαλισμένος, Έλληνας πολίτης που μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό –εντέλει, όπως και ο ίδιος το αναφέρει, ένας περαστικός, από πολλά στάδια αποδεκτά από το κράτος. Κι ο ίδιος;
Αναδιαμορφώνει τις φωτογραφίες αυτές, τους αλλοιώνει τον καταρχάς επίσημο και αυστηρό τους χαρακτήρα με ψηφιακές παρεμβάσεις, επανέρχεται στον εαυτό του θέτοντας άλλες βάσεις για την πιο βαθιά και αληθινή ταυτότητά του, την ταυτότητα ενός καλλιτέχνη που, αποδομώντας την «κρατική» του εικόνα, εντοπίζει την ύπαρξή του. 
Αυτό το – επιτρέψτε μου να το θεωρώ κατεξοχήν υπαρξιακό – πέρασμα του Σταμενίτη, από τις πολλαπλές ταυτότητες που η χώρα / κράτος τόσα χρόνια του επιβάλλει με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας εκ νέου αυτοεικόνας, πλαισιώνεται από εικαστικές δράσεις – απόπειρες υπέρβασης του εαυτού και κάθε προηγούμενης αυτοαναφοράς, που όλες είναι συνεργατικού χαρακτήρα (επιλογή που συνειδητά και με συνέπεια επιλέγει εδώ και χρόνια).

Αρετή Λεοπούλου, Ιστορικός της τέχνης - επιμελήτρια


 

÷ άσημοι       

 

Πορτρέτα, ίχνη, μαρτυρίες, συνθέτουν μια περιπλάνηση, μια σπουδή στις ιδιότητες της μνήμης και της αποτύπωσης, στο ιστορικό και το σύγχρονο, στο τοπικό και το διεθνές, στο αισθητικό και το κοινωνικό. Αποκαλύπτουν και συνθέτουν μια αφήγηση της ανθρώπινης μορφής μέσα από μια αλληγορία που σχετίζεται, με την έννοια της ταυτότητας, την μεταφορική προσέγγιση του χρόνου, την αρχαιολογία της σιωπής.

Ο καλλιτέχνης επιχειρεί να αποκαλυφθεί η προσωπικότητα και το συναίσθημα σε πρώτο πλάνο, παρά η ρεαλιστική αποτύπωση. Υποδηλώνει ένα πνευματικό χώρο, απ' όπου τα είδωλα ενός κόσμου, προκαλούν ενδοτροπικές εντάσεις, με συγκινησιακή φόρτιση.

Διατηρεί την αναγνωρισιμότητα της εικόνας,  χωρίς να φαλκιδεύει όμως την ταυτοπροσωπία της. Τα αναπαριστώμενα πρόσωπα  αναθεωρούνται και επαναπροσδιορίζονται, με βάση τις προσεγγίσεις του καλλιτέχνη και των δικών του βιωμάτων, συνειρμών, αναγωγών της μνήμης και τρόπων στοχασμού. 

Αντικατοπτρίζει τη δίψα τους για ζωή, για επικοινωνία και αναγνώριση, τα οράματά τους, τις ελπίδες, τους πόθους, τις φιλοδοξίες, τις αυταπάτες, τους φόβους, τους ψιθύρους, τις κραυγές τους. Ανιχνεύει την αθέατη πλευρά της ψυχής, ανώνυμων, απλών ανθρώπων, που  δεν αφήνουν ίχνη πίσω τους και βρίσκονται ενωμένοι μπροστά στην αγωνία της επιβίωσης ή της λήθης.

Συμπυκνώνει ίχνη μιας ζωής που ανασύρονται απ' την σιωπή, διεγείροντας ανακλαστικά τον μηχανισμό της μνήμης. Κοιτάει από την κλειδαρότρυπα του χρόνου στιγμές των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, με πρωταγωνιστές τον ίδιο αλλά και ανθρώπους «της διπλανής πόρτας», αφανείς, σε διασταυρούμενες τροχιές. Σημαντικούς στον μικρόκοσμό του και ασήμαντους στον μακρόκοσμο, μέσα στην δίνη του πανικού της επιβίωσης.

Δημιουργώντας ψυχογραφικά πορτρέτα με έμφαση στο βλέμμα και την εκφραστική τους δύναμη, το παρελθόν και το παρόν προσωποποιούνται, με μια υποβλητικότητα μιας τελετουργικής ατμόσφαιρας που σχετίζεται με την ίδια την χειρονομία απεικόνισης. Η εικόνα αυτοβιογραφείται.

 Αποτυπώνοντας τις εσωτερικές τους εντάσεις, υπαρξιακές τους αγωνίες, δημιουργεί στην διαδικασία υποδοχής μια μεταφυσική διάσταση, που στοιχειοθετείται κι αναδύεται μέσα από τα πρόσωπά τους. Αποσυντίθεται, αναθεωρείται και ανασυγκροτείται μια αναθεώρηση, της αίσθησης και της σκέψης, της πραγματικότητας και της μετα-ιστορίας τους.

Το ύφος της ζωγραφικής του, κυμαίνεται σε ρεαλιστικές έως εξπρεσιονιστικές και pop αποδόσεις του θέματος, χρησιμοποιώντας με το μαρκαδόρο, παιχνίδια ιλουζιονισμού και οφθαλμαπάτης.

Ως σημείο εκκίνησης χρησιμοποιεί φωτογραφικά πορτρέτα, τα οποία επιζωγραφίζει με λάδια που συνυπάρχουν με μαρκαδόρους και που ζωγραφικά τα διαπραγματεύεται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.

Η πατίνα του χρόνου αποτυπώνεται στα πρόσωπα  όπως τα έτη στους εσωτερικούς δακτυλίους ενός κορμού δέντρου. Με μία διαδικασία σύνθεσης και αποσύνθεσης, κάλυψης και αποκάλυψης αποσυνθέτει και κατακερματίζει τα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας σύνολα ομόκεντρων μορφωμάτων, τα εγκαταλείπει ως ένα είδος αποτυπώματος στη θέση τους. Διαβάζοντας τους εσωτερικούς δακτυλίους, προκαλεί την αναζήτηση της βαθιάς αίσθησης του θανάτου και της μοίρας. Δημιουργώντας με τη δομική χρήση του χρώματος, ρυπαίνει τις επιφάνειες των προσώπων, με μία τραγική μετατροπή, που φιλτράρεται μέσω της σύνθετης σχέσης, που ο καλλιτέχνης έχει με τη μνήμη των αξιοσημείωτων από τον μικρόκοσμό του ανθρώπων.

Τα πρόσωπα, εάν το σημείο θέασης έχει την απαραίτητη απόσταση, παρουσιάζονται αψεγάδιαστα, αμετάβλητα εντελώς, με τα χαρακτηριστικά τους ανέπαφα από την παρέμβαση του καλλιτέχνη. Εάν όμως ζουμάρουμε στα πορτρέτα μόνο τότε αποκαλύπτεται η κατακερματισμένη επιφάνεια του σαρκώματος του προσώπου, εάν πρόκειται για λάδια σε πολλαπλές στρώσεις και ζωγραφικές κηλίδες επικάλυψης, ενώ αν πρόκειται για επέμβαση με μαρκαδόρο σε κοιτάζει σαν εξήχθη από κάτω από έναν κύλινδρο ατμού. 

Από μακριά η εικόνα, παρουσιάζεται ως αποτύπωση στιγμιαίας σύλληψης του πραγματικού υπαγορεύοντας την προσωρινότητά της. Από κοντά όμως η μορφή φθίνει. Ο εμφατικός υπαινιγμός με υπαρξιακή απόχρωση, αναδιατάσσει ελλειπτικά όψεις του παρελθόντος, ενώ η εγγύτητα αποκαλύπτει τα σημάδια σε μια διαδικασία απομυθοποίησης και αποδόμησης  του εγώ και του μικρόκοσμού του…

Τέλος με την παράθεση ανάμεσα στα πορτρέτα των διά-άσημων γνώριμών του προσώπων, τριών έργων με έντονα καταγγελτική διάθεση, παραθέτει με ευφράδεια ένα τελείως αντι-pop κοινωνικό σχολιασμό, σχετικά με τον εγκλωβισμό στην καταναλωτική ευδαιμονία και αναλγησία της σύγχρονης μικροαστικής ζωής.

 Έτσι, σχοινοβατώντας ανάμεσα στο  παρελθόν και το παρόν, ο χρόνος λειτουργεί σαν πυξίδα της ζωγραφικής του πράξης,  ξεπερνώντας από την απλή αποτύπωση του πραγματικού, στην καταγγελία της σύγχρονης ψευδαίσθησης των κοινωνικών μας συμβάσεων.

                                                                                                              

Μαρία Κενανίδου  Ιστορικός Τέχνης

Τα παιδιά μόνο;

 

Αυτό που δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα, ενώ μπορεί να το αποζητούμε όλη μας την ζωή, είναι η αλήθεια. Είναι κοινότοπο και συνηθισμένο, όσο και οξύμωρο. Μπορεί και να τη γνωρίζουμε, να την αντιλαμβανόμαστε, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που αποφεύγουμε τη δήλωσή της, τρέχουμε μακριά από την επίγνωσή της, μακριά από όσες πληγές μπορεί αυτή να ανοίγει ή να κλείνει. Και όσο μεγαλώνουμε, αποκτούμε αυτήν ακριβώς την αλλόκοτη δεξιότητα, να μπορούμε να κρύβουμε την αλήθεια -ή έστω να τη διαχειριζόμαστε κατά βούληση.        

Εμμονικά σχεδόν, εδώ και αιώνες, η τέχνη αναζητά ή επινοεί τρόπους να εκφράσει ή να καταδείξει αλήθειες· τις περισσότερες φορές προκαλώντας, ενοχλώντας και υπονομεύοντας τα εκάστοτε στερεότυπα.

Όταν ρώτησα το Γιάννη Σταμενίτη, για ποιο λόγο επέλεξε να παρουσιάσει μια σειρά από πορτραίτα παιδιών, μου απάντησε με αφοπλιστική απλότητα: «επειδή τα παιδιά λένε την αλήθεια». Δεν είχε άδικο.

Ο καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας ποικίλα εκφραστικά μέσα, μιλάει ουσιαστικά για όσα υπάρχουν και συμβαίνουν γύρω μας. Η πρόθεσή του είναι πάντα αφυπνιστική και συνάμα τρυφερή. Βουτάει σε έναν ιδιόρρυθμο, πολύ προσωπικό ακτιβισμό, αυτόν της εικαστικής χειρονομίας και προσμένει ανταπόκριση.

Τα πορτραίτα του -«δάνεια» από τον κόσμο του διαδικτύου και των ΜΜΕ, καθώς και υλικό του προσωπικού του αρχείου- συγκροτούν ένα διάλογο ανάμεσα στο βλέμμα του θεατή και των παιδιών. Με χρώματα παλλόμενα να συγκρούονται πάνω στα παιδικά πρόσωπα, όσο απομακρυνόμαστε από αυτά, διακρίνουμε εικόνες οικείες, που αποζητούν την συναισθηματική κατανόηση και ανταπόκρισή μας, χωρίς ωστόσο να την εκβιάζουν. Την αμέριστη κατανόηση που η παιδική ηλικία χρειάζεται.

Στο βλέμμα των παιδιών φανερώνεται η απροσποίητη ευτυχία ή δυστυχία, η ομορφιά ή η ασχήμια του κόσμου, χωρίς να χρειάζονται πολλά λόγια. Το κοίταγμά τους αποτυπώνεται ατόφιο, μαρτυρά με ευκολία τις συνθήκες της ζωής τους.  Δείχνει να παραμένει αλώβητο από όσα μέλλει τα παιδιά να ανακαλύψουν και να αντικρίσουν και έχει την ευθύτητα και την ειλικρίνεια που οι ενήλικες νοσταλγούν ή απλά ξεχνούν.

Ο Γ.Σ. στέκεται με το εικαστικό του έργο -άλλοτε χιουμοριστικά κι άλλοτε ειρωνικά- απέναντι σε έναν κόσμο που επιμένει να «επιβεβαιώνεται» μέσα από μητροπόλεις, που δημιουργεί επίπλαστες ανάγκες και ανέσεις, που αφήνεται στους ρυθμούς του lifestyle και εντέλει στην αποξένωση. Αντιδράει σε όσα διογκώνονται αμείωτα και προβάλλονται σταθερά ως τα κύρια συστατικά της σύγχρονης κατάστασης.

Μέσα από την εικαστική γλώσσα υπονομεύει όσα θεωρούνται δεδομένα, διακόπτοντας την ροή της ρουτίνας και δηλώνοντας με σαφήνεια την αμφισβήτησή του απέναντι στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Χωρίς υπεκφυγές πίσω από εικόνες που μοιάζουν απλώς χαριτωμένες και ανώδυνες, διαχειρίζεται με άνεση ποικίλα εκφραστικά μέσα, προκειμένου να δηλώσει την ιδεολογική του θέση και επιδίωξη: τη διατύπωση της αλήθειας. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για προσωπική ή πολιτική, αυτές συχνά ταυτίζονται. Είτε η αλήθεια διατυπώνεται στο βλέμμα κάποιου παιδιού είτε στον τοίχο ενός κτηρίου, την προσεγγίζει μέσα από εικόνες πάνω απ' όλα παρεμβατικές.

Αυτό, άλλωστε, είναι και το κρίσιμο κίνητρο της καλλιτεχνικής πράξης και ουτοπίας του Γιάννη Σταμενίτη να στείλει ένα μήνυμα αφύπνισης, χωρίς περιττές ηθικολογίες, για τη σύγχρονη πραγματικότητα και για το πώς αυτή θα μπορούσε να αλλάξει. Ώστε να αντιληφθούν όλοι την ουσία των καταστάσεων και όχι «τα παιδιά μόνο».

Αρετή Λεοπούλου Ιστορικός τέχνης

Arterror


Πώς μπορεί να προσελκύσει το βλέμμα μια εικόνα σήμερα; Πώς μπορούμε να την απομονώσουμε από την πληθώρα των οπτικών ερεθισμάτων που δεχόμαστε καθημερινά, να συλλάβουμε τα συνθετικά της στοιχεία και να κατανοήσουμε το νόημά της; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν το Γιάννη Σταμενίτη, ένα παραγωγό εικόνων αλλά και εικαστικό καλλιτέχνη.    

Ο Γιάννης Σταμενίτης απευθύνεται άμεσα στο θεατή, καθώς τα θέματα των έργων του είναι εύκολα αναγνωρίσιμα. Οικειοποιείται οπτικό υλικό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από την ιστορία της τέχνης, από την καθημερινότητα, υιοθετώντας μια πρακτική που εφαρμόζεται από τη δεκαετία του ΄80 και έπειτα, όταν πια οι καλλιτέχνες επαναπραγματεύονται όχι μόνο υφολογικά στοιχεία από οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας της τέχνης, αλλά ανακυκλώνουν εικόνες που τίθενται στη διάθεση ενός θεατή-καταναλωτή. Η εικόνα, ως έργο τέχνης, αποκτά το νόημα της από την «ανάγνωση» του εκάστοτε θεατή, ενώ ο δημιουργός αποσύρεται διακριτικά, αποδεχόμενος το ρόλο αυτού που προτείνει το οπτικό υλικό σε δεύτερη ή πολλοστή χρήση.

Στην περίπτωση του Γιάννη Σταμενίτη ο καλλιτέχνης είναι έντονα παρών με δύο τρόπους. Ο ένας αφορά την επικοινωνία που επιδιώκει με τους θεατές των έργων του. Οι εικόνες του, όπως άλλωστε και ο ίδιος  έχει δηλώσει επανειλημμένα, επιδιώκει να λειτουργούν αφυπνιστικά, να θυμίζουν, να κεντρίζουν, να επιμένουν σε όλα αυτά που ονομάζουμε «μάστιγες της εποχής», αλλά είμαστε έτοιμοι να τα ξεχάσουμε και να κοιμηθούμε ελαφριά μόλις κλείσουμε την τηλεόραση. Οι οικολογικές καταστροφές, οι διατροφικοί εφιάλτες, οι ακροβασίες της βιοτεχνολογίας, οι πόλεμοι στο όνομα της ειρήνης θα μπορούσαν να είναι στην ατζέντα δράσης κάθε ευαισθητοποιημένου πολίτη της γης ή δηλωμένου ακτιβιστή. Όταν όμως για τη δράση αυτή επιλέγονται οι εικαστικοί κώδικες, τότε τα πράγματα αλλάζουν, κυριολεκτικά, μορφή. Και στο σημείο αυτό δηλώνεται έντονα η παρουσία του δημιουργού.

Ο Γιάννης Σταμενίτης έχει στη διάθεσή του, από τη θητεία του στη γραφιστική, τα μέσα για να κατασκευάσει μια εικόνα που δεν απέχει πολύ από τις εικόνες της διαφήμισης ή τις αφίσες που προσπαθούν να μας εκμαυλίσουν καθημερινά, για να υποκύψουμε σε έναν από τους  κύριους ρόλους που μας έχει επιφυλάξει η σύγχρονη κοινωνία, αυτόν του καταναλωτή. Χρησιμοποιώντας λοιπόν τους ίδιους κώδικες, υποβάλλει μηνύματα αντίθετα από αυτά που αναμένονται. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται οι εικόνες με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων –εικονογράφηση, χαρακτική, φωτογραφία- για να δώσουν το τελικό ψηφιακό τύπωμα δημιουργεί την εντύπωση των πολλαπλών στρώσεων και παραπέμπει σε ένα άλλο είδος «προοπτικής», σε μια διαφορετική σύλληψη των στοιχείων του χώρου αλλά και του χρόνου, που προκύπτει από την ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα. Ωστόσο στα έργα του εμφανίζονται στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους. Ορισμένα θέματα, βασισμένα στη γλώσσα της διαφήμισης, αποδίδονται με χιούμορ που μπορεί να προκαλέσει ένα επιφυλακτικό χαμόγελο για όσες ζοφερές καταστάσεις προοιωνίζονται. Σε άλλα έργα γίνεται μια σχεδόν κλασική πραγμάτευση του θέματος ως προς τη σύνθεση, τα χρώματα, την απόδοση του χώρου, που λειτουργεί ειρωνικά και πολλές φορές επιτείνει την εφιαλτική ατμόσφαιρα που αυτές οι φαινομενικά ειδυλλιακές εικόνες αποπνέουν. Η επεξεργασία αυτή αποτελεί συγχρόνως ένα σχόλιο για τον εθισμό στις εικόνες φρίκης αλλά και για την εθελούσια αποστροφή του προσώπου μας από οτιδήποτε μπορεί να ταράξει την κομφορμιστική μας γαλήνη.

Ο Γιάννης Σταμενίτης χρησιμοποιεί για τη δημιουργία των έργων του τα νέα τεχνολογικά μέσα που έχουν συμβάλει στην αποϋλοποίηση του αντικειμένου. Όμως εκφρασμένη πρόθεσή του είναι να υπερασπιστεί τη δυνατότητα για τη βίωση όλων των πτυχών μιας πραγματικότητας που να μην κινδυνεύσει στο μέλλον να είναι μόνο εικονική.

 

Ζωή Γοδόση - Δρ. Ιστορίας της τέχνης

 

Ο δικός μας κόσμος

 

Αυτός ο κόσμος, ο  δικός μας, ο δικός τους, ο κόσμος του καλλιτέχνη. Ο κόσμος που υπάρχει γύρω μας και ο κόσμος που ο καλλιτέχνης μπορεί να πλάσει και να προτείνει ως δυνατότητα διαφυγής από την καθημερινότητα. Άλλοι από μας, τους καλλιτέχνες, επιλέγουν την οδό της παρουσίασης μιας δικής τους αλήθειας και προσπαθούν να πείσουν γι’ αυτήν. Άλλοι επιλέγουν συνειδητά την οδό της αποκάλυψης και της παρουσίασης του τι συμβαίνει γύρω μας αυτή τη στιγμή. Επιλέγουν την καταγγελτική αλλά δημιουργική παρέμβαση υπενθύμισης, ακόμα και μέσω της Τέχνης,  των αστοχιών της ανθρώπινης σκέψης και ηθικής. 

Έτσι δρα ο Γιάννης Σταμενίτης. Υπερασπίζεται το δικό μας  κόσμο μέσα από τις δικές του εικόνες που είναι οι αποθηκευμένες και συσσωρευμένες  μνήμες από τα αποτελέσματα του οικολογικού βιασμού του πλανήτη και τις συνθέτει κάθε φορά για να έχει ένα καινούργιο εικαστικό αποτέλεσμα. Η ψηφιακή επεξεργασία της εικόνας είναι το εργαλείο της έκφρασης του. Τα αρχεία στον υπολογιστή του επέχουν τη θέση της μήτρας της κλασικής χαρακτικής. Ανασύρονται, ανασυντίθενται και δημιουργούν τους μύθους του καλλιτέχνη. Το εκφραστικό μέσο είναι απολύτως αρμονικό με τον σκοπό του δημιουργού και για τούτο το λόγο οι προτεινόμενες εικόνες είναι γεμάτες από τη δύναμη που ο κάθε δημιουργός επιδιώκει για τα έργα του. Η τέχνη έχει πολλά πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι το πρόσωπο της υπενθύμισης των λαθών μας. Δύσκολη δουλειά, αλλά ο Γιάννης Σταμενίτης με μία τιμιότητα και υπευθυνότητα προς τα ανθρώπινα πιστεύω του μας κάνει συμμέτοχους στις ανησυχίες του που πρέπει να είναι και δικές μας.

 

Σαχίνης Ξενής - Καθηγητής Χαρακτικής Α.Π.Θ.

 

Ο Γιάννης Σταμενίτης, μεταπλάθει το φωτογραφικό είδωλο σε εικαστική εικόνα. Η αφετηρία του είναι η φωτογραφική εικόνα, με την έννοια ότι δεν την αντιμετωπίζει σαν είδωλο μέσα στο οποίο θα δει το ζωγραφικό του θέμα, αλλά η φωτογραφική εικόνα αποτελεί από μόνη της ένα ελεύθερο αντικείμενο το οποίο αναπαράγοντας το εικαστικά παρεμβαίνει και το διαμορφώνει ανάλογα.

 

Χάρ. Σαββόπουλος Ιστορικός & Κριτικός Τέχνης Επ. Καθηγητής Ιστορίας της  Σύγχρονης Τέχνης του Α. Π. Θ.

 

Μνήμη/ χρόνος: Η δύναμη της μνήμης και της λήθης λανθάνει σε κάθε έργο. Έστω κι αν καταγράφαμε με ζήλο σε ένα ημερολόγιο, σε κάθε γνωστή μας γλώσσα και με κάθε εικαστικό μέσο, το κάθε μας βίωμα, είναι αμφίβολο αν το αποτέλεσμα θα ήταν η αναπαράσταση της ζωής μας ως έχει.

Τα πορτρέτα είναι μια φυλαγμένη ανάμνηση. Είναι όμως αυτή η πραγματική τους εικόνα; Ο χρόνος και η επιλεκτική λειτουργία της μνήμης τεμαχίζουν την εικόνα σε αποσπασματικά μέρη που συνδέονται μεταξύ τους με αλλεπάλληλα νήματα και κόμπους. Αλήθεια, τι είναι πραγματικό και τι ανήκει στο φάσμα της φαντασίας;

 

Όλγα Καραμητοπούλου Ιστορικός της Τέχνης

 
bottom of page